- λάρυγγα
- λάρυγξlarynxmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λάρυγγ' — λάρυγγα , λάρυγξ larynx masc acc sg λάρυγγι , λάρυγξ larynx masc dat sg λάρυγγε , λάρυγξ larynx masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαρυγγίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή του λάρυγγα. Παρουσιάζεται με διάφορες μορφές, που γενικά διακρίνονται σε οξείες, χρόνιες, συρίττουσες, διφθεριτικές, φυματιώδεις και χρόνιες ατροφικές λ. Η οξεία λ. μπορεί να είναι βακτηριακής ή ερεθιστικής αιτιολογίας… … Dictionary of Greek
λαρυγγοσκόπηση — Μέθοδος εξέτασης του λάρυγγα. Χρησιμοποιείται είτε καθρέφτης, που δίνει μέσω ανάκλασης την εικόνα του εσωτερικού του λάρυγγα (έμμεση λ.) είτε ένας άκαμπτος σωλήνας ενδοσκόπησης, που ονομάζεται λαρυγγοσκόπιο (άμεση λ.) και χρησιμοποιείται όταν η… … Dictionary of Greek
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek
Σιμανόφσκί, Νικολάι Πέτροβιτς — Ρώσος γιατρός (1854 1922). θεωρείται ο ιδρυτής της ωτορινολαρυγγολογίας ως αυτοτελούς επιστημονικού κλάδου στη Ρωσία. Τέλειωσε τη στρατιωτικό ιατρική Ακαδημία της Πετρούπολης και ακολούθως εργάστηκε σε κλινική. Το 1893 ίδρυσε και έγινε διευθυντής … Dictionary of Greek
ωτορινολαρυγγολογία — Kλάδος της ιατρικής, που ασχολείται με τη φυσιολογία και την παθολογία του αφτιού και των ανώτερων αεροφόρων οδών (μύτη, παραρινικές κοιλότητες, παρίσθμια, φάρυγγα και λάρυγγα). Αρκετές γνώσεις ανατομίας και παθολογίας για τα όργανα της όσφρησης … Dictionary of Greek
αρυταινοειδής — ές (Α ἀρυταινοειδής, [ οῡς], ές) αυτός που μοιάζει στο σχήμα με αρύταινα* (αποδίδεται στον τρίτο χόνδρο του λάρυγγα) (Γαληνός) νεοελλ. «αρυταινοειδείς μύες» ζεύγος μυών που κλείνουν την είσοδο του λάρυγγα κατά την κατάποση … Dictionary of Greek
βήχας — Αντανακλαστικό φαινόμενο που συνίσταται στη βίαιη εκπνοή, με τη γλωττίδα αρχικά κλεισμένη, για να ανοίξει στη συνέχεια απότομα. Αποσκοπεί στην απομάκρυνση εκκριμάτων και ξένων σωμάτων από τις αεροφόρους οδούς. Το αντανακλαστικό του β.… … Dictionary of Greek
επιγλωττίδα — Πτυχή από τένοντα πίσω από τη γλώσσα. Κρέμεται πάνω από την είσοδο στον λάρυγγα και προλαμβάνει την είσοδο σε αυτόν τροφής ή υγρών. επιγλωττίτιδα. Σοβαρή και ενίοτε μοιραία φλεγμονή της ε. (του ιστού που κρέμεται στο πίσω μέρος του λαιμού και… … Dictionary of Greek
λαρυγγεκτομή — και λαρυγγεκτομία, η η ολική ή μερική χειρουργική αφαίρεση τού λάρυγγα, η οποία γίνεται συνήθως σε περιπτώσεις καρκίνου τού λάρυγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. laryngectomy < αγγλ. laryng (< λάρυγξ) + ectomy (< εκτομή)] … Dictionary of Greek